δυσώδεις

δυσώδεις
δυσώδης
ill-smelling
masc/fem acc pl
δυσώδης
ill-smelling
masc/fem nom/voc pl (attic epic)
δυσωδέω
to be ill-smelling
imperf ind act 2nd sg (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αέρας — Όρος με πολλές ερμηνείες και χρήσεις. Ο άνεμος που δεν είναι πολύ δυνατός. Τo κλίμα ενός τόπου και μεταφορικά το ψυχολογικό κλίμα. Η εξωτερική εμφάνιση, το ύφος, το παρουσιαστικό. Η τόλμη, η αλαζονεία, η αυθάδεια. Έκφραση της ψυχικής διάθεσης. Η… …   Dictionary of Greek

  • μεφιτίζω — [μεφίτις] αναδίδω δυσάρεστη και βλαβερή οσμή, γεμίζω την ατμόσφαιρα από δυσώδεις και επιβλαβείς αναθυμιάσεις …   Dictionary of Greek

  • Αβέρνας, λίμνη — (Lacus Avernus).Λίμνη (0,55 τ. χλμ.) που σχηματίστηκε στον κρατήρα παλιού ηφαιστείου, στην περιοχή των Βαΐων της Καμπανίας, στην Ιταλία, με μέγιστο βάθος 34 μ. Οι αρχαίοι Έλληνες την αποκαλούσαν Άορνο, επειδή οι αναθυμιάσεις θείου της περιοχής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”